- ακατάπιοτος
- -η, -ο [καταπίνω]1. ο ακατάποτος*2. αυτός που δεν καταπίνεταιμτφ. ο απίστευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακατάπιοτος — η, ο αυτός που δεν μπορεί κανείς να καταπιεί: Το κρασί αυτό ήταν ακατάπιοτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακατάποτος — η, ο (Α ἀκατάποτος, ον) (νεοελλ. και ακατάπιοτος) [καταπίνω] αυτός που δεν καταπίνεται ή δεν μπορεί να τόν καταπιεί κανείς … Dictionary of Greek